Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
View word page
παράρτυσις
preparing

ShortDef

preparing

Debugging

Headword:
παράρτυσις
Headword (normalized):
παράρτυσις
Headword (normalized/stripped):
παραρτυσις
IDX:
66151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66152
Key:

Data

{'content': 'preparing'}