Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
View word page
παράρτυμα
seasoning, condiment

ShortDef

seasoning, condiment

Debugging

Headword:
παράρτυμα
Headword (normalized):
παράρτυμα
Headword (normalized/stripped):
παραρτυμα
IDX:
66150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66151
Key:

Data

{'content': 'seasoning, condiment'}