Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
View word page
παραρτίζομαι
prepare beside

ShortDef

prepare beside

Debugging

Headword:
παραρτίζομαι
Headword (normalized):
παραρτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρτιζομαι
IDX:
66149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66150
Key:

Data

{'content': 'prepare beside'}