Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
View word page
παραρτέομαι
to fit out for oneself

ShortDef

to fit out for oneself

Debugging

Headword:
παραρτέομαι
Headword (normalized):
παραρτέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρτεομαι
IDX:
66147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66148
Key:

Data

{'content': 'to fit out for oneself'}