Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραρριγόω
παραρρινάω
παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
View word page
παραρτάομαι
to be hung by one's side

ShortDef

to be hung by one's side

Debugging

Headword:
παραρτάομαι
Headword (normalized):
παραρτάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρταομαι
IDX:
66145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66146
Key:

Data

{'content': "to be hung by one's side"}