Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράρρηξις
παράρρησις
παραρρητός
παραρριγόω
παραρρινάω
παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
View word page
παραρρυΐσκομαι
slip into

ShortDef

slip into

Debugging

Headword:
παραρρυΐσκομαι
Headword (normalized):
παραρρυΐσκομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρρυισκομαι
IDX:
66142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66143
Key:

Data

{'content': 'slip into'}