Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραρρέω
παραρρήγνυμι
παράρρηξις
παράρρησις
παραρρητός
παραρριγόω
παραρρινάω
παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
View word page
παράρροος
rainpipes, gutters

ShortDef

rainpipes, gutters

Debugging

Headword:
παράρροος
Headword (normalized):
παράρροος
Headword (normalized/stripped):
παραρροος
IDX:
66140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66141
Key:

Data

{'content': 'rainpipes, gutters'}