Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραρρέγχω
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παράρρηξις
παράρρησις
παραρρητός
παραρριγόω
παραρρινάω
παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
View word page
παραρροιζέομαι
whizz past
ShortDef
whizz past
Debugging
Headword:
παραρροιζέομαι
Headword (normalized):
παραρροιζέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρροιζεομαι
IDX:
66139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66140
Key:
Data
{'content': 'whizz past'}