Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνατατικός
ἀνατεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
View word page
ἀνατί
without harm, with impunity
ShortDef
without harm, with impunity
Debugging
Headword:
ἀνατί
Headword (normalized):
ἀνατί
Headword (normalized/stripped):
ανατι
IDX:
6613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6614
Key:
Data
{'content': 'without harm, with impunity'}