Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραρραίνω
παραρράπτομαι
παραρρέγχω
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παράρρηξις
παράρρησις
παραρρητός
παραρριγόω
παραρρινάω
παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
View word page
παραρρίπτω
to throw beside
ShortDef
to throw beside
Debugging
Headword:
παραρρίπτω
Headword (normalized):
παραρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
παραρριπτω
IDX:
66137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66138
Key:
Data
{'content': 'to throw beside'}