Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπροσποίησις
παραπροστάτης
παραπροσωπίς
παραπροχέομαι
παραπρυτανεύω
παραπρύτανις
παραπταίω
παραπτερυγίζω
παράπτομαι
παραπτύω
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύημα
παραπύθια
παραπυΐσκω
παραπύλιον
παράπυξος
παραπωλέω
παραπωμάζω
παραρθρέω
παράρθρημα
View word page
παράπτωμα
a false step, a transgression, trespass
ShortDef
a false step, a transgression, trespass
Debugging
Headword:
παράπτωμα
Headword (normalized):
παράπτωμα
Headword (normalized/stripped):
παραπτωμα
IDX:
66111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66112
Key:
Data
{'content': 'a false step, a transgression, trespass'}