Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπροσέχω
παραπροσποιέομαι
παραπροσποίησις
παραπροστάτης
παραπροσωπίς
παραπροχέομαι
παραπρυτανεύω
παραπρύτανις
παραπταίω
παραπτερυγίζω
παράπτομαι
παραπτύω
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύημα
παραπύθια
παραπυΐσκω
παραπύλιον
παράπυξος
παραπωλέω
παραπωμάζω
View word page
παράπτομαι
apply (ointment); touch slightly, by mistake
ShortDef
apply (ointment); touch slightly, by mistake
Debugging
Headword:
παράπτομαι
Headword (normalized):
παράπτομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπτομαι
IDX:
66109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66110
Key:
Data
{'content': 'apply (ointment); touch slightly, by mistake'}