Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσω
ἀνατατικός
ἀνατεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
View word page
ἀνατεταμένως
stretched
ShortDef
stretched
Debugging
Headword:
ἀνατεταμένως
Headword (normalized):
ἀνατεταμένως
Headword (normalized/stripped):
ανατεταμενως
IDX:
6610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6611
Key:
Data
{'content': 'stretched'}