Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράπρισμα
παραπρόειμι
παραπροθεσμία
παραπρολέγω
παραπρονοέω
παραπροσδέχομαι
παραπροσέχω
παραπροσποιέομαι
παραπροσποίησις
παραπροστάτης
παραπροσωπίς
παραπροχέομαι
παραπρυτανεύω
παραπρύτανις
παραπταίω
παραπτερυγίζω
παράπτομαι
παραπτύω
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύημα
View word page
παραπροσωπίς
mask

ShortDef

mask

Debugging

Headword:
παραπροσωπίς
Headword (normalized):
παραπροσωπίς
Headword (normalized/stripped):
παραπροσωπις
IDX:
66103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66104
Key:

Data

{'content': 'mask'}