Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπρεσβευτής
παραπρεσβεύω
παράπρημα
παράπρισις
παράπρισμα
παραπρόειμι
παραπροθεσμία
παραπρολέγω
παραπρονοέω
παραπροσδέχομαι
παραπροσέχω
παραπροσποιέομαι
παραπροσποίησις
παραπροστάτης
παραπροσωπίς
παραπροχέομαι
παραπρυτανεύω
παραπρύτανις
παραπταίω
παραπτερυγίζω
παράπτομαι
View word page
παραπροσέχω
pay attention to

ShortDef

pay attention to

Debugging

Headword:
παραπροσέχω
Headword (normalized):
παραπροσέχω
Headword (normalized/stripped):
παραπροσεχω
IDX:
66099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66100
Key:

Data

{'content': 'pay attention to'}