Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάταξις
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσω
ἀνατατικός
ἀνατεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
View word page
ἀνατέμνω
to cut open

ShortDef

to cut open

Debugging

Headword:
ἀνατέμνω
Headword (normalized):
ἀνατέμνω
Headword (normalized/stripped):
ανατεμνω
IDX:
6609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6610
Key:

Data

{'content': 'to cut open'}