Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγορά
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομέω
ἀγορανομία
ἀγορανομικός
ἀγορανόμιον
ἀγορανόμιος
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασείω
ἀγορασία
ἀγόρασμα
ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
Ἀγόρατος
ἀγόρευσις
ἀγορευτήριον
View word page
ἀγορασἀγένειος
will lounge in the agora without a beard
ShortDef
will lounge in the agora without a beard
Debugging
Headword:
ἀγορασἀγένειος
Headword (normalized):
ἀγορασἀγένειος
Headword (normalized/stripped):
αγορασαγενειος
IDX:
660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-661
Key:
Data
{'content': 'will lounge in the agora without a beard'}