Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπρεσβεία
παραπρεσβευτής
παραπρεσβεύω
παράπρημα
παράπρισις
παράπρισμα
παραπρόειμι
παραπροθεσμία
παραπρολέγω
παραπρονοέω
παραπροσδέχομαι
παραπροσέχω
παραπροσποιέομαι
παραπροσποίησις
παραπροστάτης
παραπροσωπίς
παραπροχέομαι
παραπρυτανεύω
παραπρύτανις
παραπταίω
παραπτερυγίζω
View word page
παραπροσδέχομαι
admit heedlessly

ShortDef

admit heedlessly

Debugging

Headword:
παραπροσδέχομαι
Headword (normalized):
παραπροσδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπροσδεχομαι
IDX:
66098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66099
Key:

Data

{'content': 'admit heedlessly'}