Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπορεύομαι
παραπορθμεύω
παραπόρφυρος
παραποτάμιος
παράπρασις
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβευτής
παραπρεσβεύω
παράπρημα
παράπρισις
παράπρισμα
παραπρόειμι
παραπροθεσμία
παραπρολέγω
παραπρονοέω
παραπροσδέχομαι
παραπροσέχω
παραπροσποιέομαι
παραπροσποίησις
παραπροστάτης
View word page
παράπρισις
swelling, inflammation

ShortDef

swelling, inflammation

Debugging

Headword:
παράπρισις
Headword (normalized):
παράπρισις
Headword (normalized/stripped):
παραπρισις
IDX:
66092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66093
Key:

Data

{'content': 'swelling, inflammation'}