Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπόλλυμι
παραπολύ
παραπομένω
παραπομπή
παραπομπικά
παραπόμπιμος
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραπορθμεύω
παραπόρφυρος
παραποτάμιος
παράπρασις
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβευτής
παραπρεσβεύω
παράπρημα
παράπρισις
παράπρισμα
παραπρόειμι
View word page
παραπόρφυρος
edged with purple

ShortDef

edged with purple

Debugging

Headword:
παραπόρφυρος
Headword (normalized):
παραπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
παραπορφυρος
IDX:
66084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66085
Key:

Data

{'content': 'edged with purple'}