Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπολύ
παραπομένω
παραπομπή
παραπομπικά
παραπόμπιμος
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραπορθμεύω
παραπόρφυρος
παραποτάμιος
παράπρασις
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβευτής
παραπρεσβεύω
παράπρημα
παράπρισις
παράπρισμα
View word page
παραπορθμεύω
convey goods across

ShortDef

convey goods across

Debugging

Headword:
παραπορθμεύω
Headword (normalized):
παραπορθμεύω
Headword (normalized/stripped):
παραπορθμευω
IDX:
66083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66084
Key:

Data

{'content': 'convey goods across'}