Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραποίησις
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπολύ
παραπομένω
παραπομπή
παραπομπικά
παραπόμπιμος
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραπορθμεύω
παραπόρφυρος
παραποτάμιος
παράπρασις
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβευτής
παραπρεσβεύω
παράπρημα
παράπρισις
View word page
παραπορεύομαι
to go beside

ShortDef

to go beside

Debugging

Headword:
παραπορεύομαι
Headword (normalized):
παραπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπορευομαι
IDX:
66082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66083
Key:

Data

{'content': 'to go beside'}