Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραποδύομαι
παραποιέω
παραποίησις
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπολύ
παραπομένω
παραπομπή
παραπομπικά
παραπόμπιμος
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραπορθμεύω
παραπόρφυρος
παραποτάμιος
παράπρασις
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβευτής
παραπρεσβεύω
View word page
παραπομπός
escorting

ShortDef

escorting

Debugging

Headword:
παραπομπός
Headword (normalized):
παραπομπός
Headword (normalized/stripped):
παραπομπος
IDX:
66080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66081
Key:

Data

{'content': 'escorting'}