Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραποδιστός
παραποδύομαι
παραποιέω
παραποίησις
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπολύ
παραπομένω
παραπομπή
παραπομπικά
παραπόμπιμος
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραπορθμεύω
παραπόρφυρος
παραποτάμιος
παράπρασις
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβευτής
View word page
παραπόμπιμος
attending, escorting

ShortDef

attending, escorting

Debugging

Headword:
παραπόμπιμος
Headword (normalized):
παραπόμπιμος
Headword (normalized/stripped):
παραπομπιμος
IDX:
66079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66080
Key:

Data

{'content': 'attending, escorting'}