Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπλοκή
παράπλοος
παράπλωμα
παραπνέω
παραπνοή
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποδισμός
παραποδιστός
παραποδύομαι
παραποιέω
παραποίησις
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπολύ
παραπομένω
παραπομπή
παραπομπικά
παραπόμπιμος
παραπομπός
παραπόντιος
View word page
παραποιέω
to make falsely
ShortDef
to make falsely
Debugging
Headword:
παραποιέω
Headword (normalized):
παραποιέω
Headword (normalized/stripped):
παραποιεω
IDX:
66071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66072
Key:
Data
{'content': 'to make falsely'}