Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπλήσσω
παραπλόκαμος
παραπλοκή
παράπλοος
παράπλωμα
παραπνέω
παραπνοή
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποδισμός
παραποδιστός
παραποδύομαι
παραποιέω
παραποίησις
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπολύ
παραπομένω
παραπομπή
παραπομπικά
παραπόμπιμος
View word page
παραποδιστός
impeded, obstructed

ShortDef

impeded, obstructed

Debugging

Headword:
παραποδιστός
Headword (normalized):
παραποδιστός
Headword (normalized/stripped):
παραποδιστος
IDX:
66069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66070
Key:

Data

{'content': 'impeded, obstructed'}