Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνασωρεύω
ἀνάσωσμα
ἀνασωφρονίζω
ἀνατάκται
ἀνάταξις
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσω
ἀνατατικός
ἀνατεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
View word page
ἀνατείνω
to stretch up, hold up

ShortDef

to stretch up, hold up

Debugging

Headword:
ἀνατείνω
Headword (normalized):
ἀνατείνω
Headword (normalized/stripped):
ανατεινω
IDX:
6605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6606
Key:

Data

{'content': 'to stretch up, hold up'}