Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπλέω
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παραπλόκαμος
παραπλοκή
παράπλοος
παράπλωμα
παραπνέω
παραπνοή
παραποδίζω
παραπόδιος
View word page
παραπλησιάζω
to be a neighbour

ShortDef

to be a neighbour

Debugging

Headword:
παραπλησιάζω
Headword (normalized):
παραπλησιάζω
Headword (normalized/stripped):
παραπλησιαζω
IDX:
66057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66058
Key:

Data

{'content': 'to be a neighbour'}