Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παραπλόκαμος
παραπλοκή
παράπλοος
παράπλωμα
παραπνέω
παραπνοή
παραποδίζω
View word page
παραπλήρωσις
filling up
ShortDef
filling up
Debugging
Headword:
παραπλήρωσις
Headword (normalized):
παραπλήρωσις
Headword (normalized/stripped):
παραπληρωσις
IDX:
66056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66057
Key:
Data
{'content': 'filling up'}