Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παραπλόκαμος
παραπλοκή
παράπλοος
παράπλωμα
παραπνέω
View word page
παραπλήρωμα
expletive
ShortDef
expletive
Debugging
Headword:
παραπλήρωμα
Headword (normalized):
παραπλήρωμα
Headword (normalized/stripped):
παραπληρωμα
IDX:
66054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66055
Key:
Data
{'content': 'expletive'}