Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
View word page
παραπληκτικός
suffering from hemiplegia
ShortDef
suffering from hemiplegia
Debugging
Headword:
παραπληκτικός
Headword (normalized):
παραπληκτικός
Headword (normalized/stripped):
παραπληκτικος
IDX:
66049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66050
Key:
Data
{'content': 'suffering from hemiplegia'}