Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνασῴζω
ἀνασωρεύω
ἀνάσωσμα
ἀνασωφρονίζω
ἀνατάκται
ἀνάταξις
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσω
ἀνατατικός
ἀνατεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
View word page
ἀνατεί
with impunity

ShortDef

with impunity

Debugging

Headword:
ἀνατεί
Headword (normalized):
ἀνατεί
Headword (normalized/stripped):
ανατει
IDX:
6604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6605
Key:

Data

{'content': 'with impunity'}