Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράπλαστος
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
View word page
παραπληκτεύομαι
to be mad
ShortDef
to be mad
Debugging
Headword:
παραπληκτεύομαι
Headword (normalized):
παραπληκτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπληκτευομαι
IDX:
66048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66049
Key:
Data
{'content': 'to be mad'}