Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
View word page
παραπλευστέος
that must be sailed past

ShortDef

that must be sailed past

Debugging

Headword:
παραπλευστέος
Headword (normalized):
παραπλευστέος
Headword (normalized/stripped):
παραπλευστεος
IDX:
66046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66047
Key:

Data

{'content': 'that must be sailed past'}