Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
View word page
παραπλέκω
to braid

ShortDef

to braid

Debugging

Headword:
παραπλέκω
Headword (normalized):
παραπλέκω
Headword (normalized/stripped):
παραπλεκω
IDX:
66042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66043
Key:

Data

{'content': 'to braid'}