Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
View word page
παράπλεγμα
basket-work for a chariot
ShortDef
basket-work for a chariot
Debugging
Headword:
παράπλεγμα
Headword (normalized):
παράπλεγμα
Headword (normalized/stripped):
παραπλεγμα
IDX:
66039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66040
Key:
Data
{'content': 'basket-work for a chariot'}