Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάσχισις
ἀνασῴζω
ἀνασωρεύω
ἀνάσωσμα
ἀνασωφρονίζω
ἀνατάκται
ἀνάταξις
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσω
ἀνατατικός
ἀνατεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
View word page
ἀνατατικός
threatening

ShortDef

threatening

Debugging

Headword:
ἀνατατικός
Headword (normalized):
ἀνατατικός
Headword (normalized/stripped):
ανατατικος
IDX:
6603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6604
Key:

Data

{'content': 'threatening'}