Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
View word page
παράπλασμα
piece of coloured wax stuck on to the margin
ShortDef
piece of coloured wax stuck on to the margin
Debugging
Headword:
παράπλασμα
Headword (normalized):
παράπλασμα
Headword (normalized/stripped):
παραπλασμα
IDX:
66035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66036
Key:
Data
{'content': 'piece of coloured wax stuck on to the margin'}