Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
View word page
παραπλάζω
to make to wander from the right way, to drive
ShortDef
to make to wander from the right way, to drive
Debugging
Headword:
παραπλάζω
Headword (normalized):
παραπλάζω
Headword (normalized/stripped):
παραπλαζω
IDX:
66034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66035
Key:
Data
{'content': 'to make to wander from the right way, to drive'}