Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
παραπλέκω
View word page
παραπλαγιάζω
go obliquely
ShortDef
go obliquely
Debugging
Headword:
παραπλαγιάζω
Headword (normalized):
παραπλαγιάζω
Headword (normalized/stripped):
παραπλαγιαζω
IDX:
66032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66033
Key:
Data
{'content': 'go obliquely'}