Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παράπλειος
παραπλεκτέον
View word page
παραπίπτω
to fall beside

ShortDef

to fall beside

Debugging

Headword:
παραπίπτω
Headword (normalized):
παραπίπτω
Headword (normalized/stripped):
παραπιπτω
IDX:
66031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66032
Key:

Data

{'content': 'to fall beside'}