Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνασχινδυλεύω
ἀνάσχισις
ἀνασῴζω
ἀνασωρεύω
ἀνάσωσμα
ἀνασωφρονίζω
ἀνατάκται
ἀνάταξις
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσω
ἀνατατικός
ἀνατεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
View word page
ἀνατάσσω
countermand
ShortDef
countermand
Debugging
Headword:
ἀνατάσσω
Headword (normalized):
ἀνατάσσω
Headword (normalized/stripped):
ανατασσω
IDX:
6602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6603
Key:
Data
{'content': 'countermand'}