Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
View word page
παραπίμπλημι
fill
ShortDef
fill
Debugging
Headword:
παραπίμπλημι
Headword (normalized):
παραπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
παραπιμπλημι
IDX:
66028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66029
Key:
Data
{'content': 'fill'}