Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παράπλασμα
View word page
παραπικραίνω
to embitter, provoke

ShortDef

to embitter, provoke

Debugging

Headword:
παραπικραίνω
Headword (normalized):
παραπικραίνω
Headword (normalized/stripped):
παραπικραινω
IDX:
66025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66026
Key:

Data

{'content': 'to embitter, provoke'}