Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
View word page
παράπηχυ
a woman's garment

ShortDef

a woman's garment

Debugging

Headword:
παράπηχυ
Headword (normalized):
παράπηχυ
Headword (normalized/stripped):
παραπηχυ
IDX:
66022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66023
Key:

Data

{'content': "a woman's garment"}