Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
View word page
παραπηρόομαι
to be mutilated

ShortDef

to be mutilated

Debugging

Headword:
παραπηρόομαι
Headword (normalized):
παραπηρόομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπηροομαι
IDX:
66020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66021
Key:

Data

{'content': 'to be mutilated'}