Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
View word page
παραπηλωτός
besmeared with mud

ShortDef

besmeared with mud

Debugging

Headword:
παραπηλωτός
Headword (normalized):
παραπηλωτός
Headword (normalized/stripped):
παραπηλωτος
IDX:
66019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66020
Key:

Data

{'content': 'besmeared with mud'}