Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
View word page
παραπηκτέον
one must add
ShortDef
one must add
Debugging
Headword:
παραπηκτέον
Headword (normalized):
παραπηκτέον
Headword (normalized/stripped):
παραπηκτεον
IDX:
66018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66019
Key:
Data
{'content': 'one must add'}