Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
παραπικραίνω
παραπικρασμός
View word page
παραπήγνυμι
to fix beside, annex

ShortDef

to fix beside, annex

Debugging

Headword:
παραπήγνυμι
Headword (normalized):
παραπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
παραπηγνυμι
IDX:
66016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66017
Key:

Data

{'content': 'to fix beside, annex'}