Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
παραπιέζω
παραπιέσις
View word page
παραπεφυλαγμένως
cautiously, circumspectly

ShortDef

cautiously, circumspectly

Debugging

Headword:
παραπεφυλαγμένως
Headword (normalized):
παραπεφυλαγμένως
Headword (normalized/stripped):
παραπεφυλαγμενως
IDX:
66014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66015
Key:

Data

{'content': 'cautiously, circumspectly'}